συνδιαιτητής

συνδιαιτητής
ο, ΝΑ [συνδιαιτῶ, -ῶμαι]
διαιτητής μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
νεοελλ.
(κυρίως) άτομο που διαιτητεύει αθλητικό αγώνα μαζί με άλλον
αρχ.
αυτός που ζει μαζί με κάποιον, σύνοικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνδιαιτητής — joint arbitrator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητήν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητῶν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητάς — συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc pl συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίαιτος — ὁ, ΜΑ [συνδιαιτῶμαι] σύνοικος, συνδιαιτητής («θεῶν τελῶν συνδίαιτος», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτησία — η, Ν [συνδιαιτητής] η από κοινού διαιτησία …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”